αειφεγγής

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

ἀειφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει διαρκώς, ο πάντοτε λαμπρός, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + φεγγὴς < φέγγος.