αειφεγγής

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

ἀειφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει διαρκώς, ο πάντοτε λαμπρός, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + φεγγὴς < φέγγος.