Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ἀελλομάχος, -ον (Μ)αυτός που μάχεται, που παλεύει με τη θύελλα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄελλα + -μάχος < μάχομαι.