αελλομάχος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

ἀελλομάχος, -ον (Μ)
αυτός που μάχεται, που παλεύει με τη θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄελλα + -μάχος < μάχομαι.