αερσίπους

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀερσίπους, -ουν (Α)
αυτός που σηκώνει ψηλά το πόδι, που περπατά ζωηρά, που αναπηδά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + ποῦς].