αερόφρενο

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

το τεχνολ.
σύστημα πεδήσεως οχημάτων (τραίνων, φορτηγών αυτοκινήτων, λεωφορείων), που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + φρένο
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. aerofrein, νόθο σύνθ. < ελλ. λ. αήρ + λατ. λ. frenum (= χαλινάρι)].