αζευγάρωτος
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
Greek Monolingual
-η, -ο ζευγαρώνω
1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος
2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος
3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος.