αιγυπιός
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
Greek Monolingual
αἰγυπιός, ο (Α)
μεγάλο αρπακτικό πτηνό, όμοιο με γύπα (τρέφεται με ζωντανά ζώα, σε αντίθεση με τον γύπα που τρέφεται με ψοφίμια), γυπαετός, μαύρο όρνιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάλογοι τ. συγγενών ΙΕ γλωσσών (αρχ. ινδ. r°ji-pya-, επίθ. προσδιοριστικό της λ. śyena «αετός, γεράκι», αβεστ. arəzi-fya- «αετός», πρβλ. Ησύχ. «ἄρξιφος
ἀετὸς παρὰ Πέρσαις», αρμεν. arcni (< arci-wi) «αετός» κ.ά.) οδηγούν στο να δεχτούμε και για την Ελληνική ένα α' συνθετικό ἀργυ-. Αντ' αυτού, με παρετυμολογική επίδραση των αἴξ και γὺψ / -πιθ. και του αἰετὸς για το α' συνθετικό- δημιουργήθηκε τελικά ο τ. αἰγυπιός.