αιγυπτιοδίφης

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ο
ο αιγυπτιολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιγύπτιος + -δίφης < αρχ. διφῶ (-άω) «ζητώ, ερευνώ»].