ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
(Α αἰθριάζω) νεοελλ.
(για τον ουρανό και τον καιρό) γίνομαι αίθριος, ξαστερώνω
αρχ.
1. κάνω τον ουρανό αίθριο, ξάστερο
2. βρίσκομαι στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθρία. ΠΑΡ νεοελλ. αιθρίαση, αιθρίασμα].