αιματίς

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

αἱματίς (-ίδος), η (Α) αἷμα
μσν.
1. τα ευτελέστερα κρέατα τών σφαγίων, οι λαπάδες (ίσως όμως και το αίμα που έμενε σε κακοψημένο κρέας)
2. το αίμα που πλημμυρίζει το ασπράδι του ματιού ύστερα από ρήξη αγγείου
αρχ.
αιματόχρωμο ένδυμα, πορφυρός μανδύας.