Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακάνθωμα

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

το Ιατρ.
καλοήθης ή κακοήθης όγκος, παραγόμενος από τα πολυεδρικά (ακανθωτά) κύτταρα της βλαστικής στιβάδας της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acanthoma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκανθα + κατάλ. -ωμα].