ακανθολογώ

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

Greek Monolingual

(-έω) ακανθολόγος
1. μαζεύω αγκάθια
2. αναζητώ και καταγράφω γλωσσικά σφάλματα.