ακανθολόγος
From LSJ
μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad
Greek Monolingual
-ον (Μ ἀκανθολόγος)
1. αυτός που μαζεύει αγκάθια
2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -λόγος < λέγω «συλλέγω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ].