ακανθολογώ

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428

Greek Monolingual

(-έω) ακανθολόγος
1. μαζεύω αγκάθια
2. αναζητώ και καταγράφω γλωσσικά σφάλματα.