ακανθολογώ

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

(-έω) ακανθολόγος
1. μαζεύω αγκάθια
2. αναζητώ και καταγράφω γλωσσικά σφάλματα.