ακεραιότητα

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀκεραιότης) ἀκέραιος
1. η ολότητα, η πληρότητα
«η ακεραιότητα της χώρας», «ἀκεραιότης στρατοπέδων» (Πολύβ. 3, 105)
2. η εντιμότητα, η χρηστότητα, το αδέκαστο του χαρακτήρα.