αλαφράδα

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

η αλαφρός
1. το να είναι κάτι ελαφρό, η ελαφρότητα
2. έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα, κουφότητα, μωρία.

Translations

lightness

Arabic: خِفَّة‎; Bulgarian: лекота; Catalan: lleugeresa; Finnish: keveys; French: légèreté; Greek: αλαφράδα, ελαφράδα, ελαφρύτητα, ελαφρότητα; Ancient Greek: ἐλαφρία, ἐλαφρότης, κουφοτής, κουφότης; Kyrgyz: жеңилдик; Latin: levitas; Russian: лёгкость; Serbo-Croatian: lakoća; Spanish: liviandad; Welsh: ysgafnder