Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλευρογυρίζω

From LSJ

Greek Monolingual

1. κυλώ κάτι μέσα σε αλεύρι, για να το τηγανίσω, αλευρώνω
2. ρίχνω και κυλώ κάποιον στο χώμα
3. τριγυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + γυρίζω].