Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλευρόκολλα

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

η
1. κόλλα από αλεύρι (βράζεται με ανάλογο νερό)
2. η αζωτούχος ύλη τών δημητριακών, αλλ. γλουτένη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + κόλλα.