αληθογνωσία

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

η (Α ἀληθογνωσία)
η γνώση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + -γνωσία (< -γνωτος < γιγνώσκω)].