αλλαντοποιός

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

ο (Α ἀλλαντοποιός)
παρασκευαστής αλλαντικών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαντοποιείο, αλλαντοποιία].