αλτάνα

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

και αλιτάνα και αρτάνα, η
1. μικρό, στενό χώρισμα παράλληλο προς τον τοίχο αυλής, όπου φυτεύονται λουλούδια, πρασιά
2. μικρός εξώστης, μπαλκόνι με άνθη
3. γλάστρα με λουλούδια
4. στον πληθ. οι αλτάνες
είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. altana «εξώστης».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλτανεύω, αλτανιάζω].