αλωνιστής

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source

Greek Monolingual

I ο (θηλ. -ίστρια και -ίστρα)
1. αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια
2. (ως κύριο όνομα) ο Αλωνάρης, ο μήνας Ιούλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλωνίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιστικός].II ο αλωνεύω
1. ο αλωνιστής
2. ο αλωνάρης, ο Ιούλιος μήνας.