Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
η (Α ἀμαύρωσις)
δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή της υπόληψης κάποιου
αρχ.
1. επισκότιση
2. αμβλύτητα του νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμαυρῶ βλ. αμαυρώνω].