Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμαύρωση

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389

Greek Monolingual

η (Α ἀμαύρωσις)
δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή της υπόληψης κάποιου
αρχ.
1. επισκότιση
2. αμβλύτητα του νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμαυρῶ βλ. αμαυρώνω].