εξασθένιση
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η εξασθενίζω
εξάντληση, αδυνάτισμα, κατάπτωση, έλλειψη δυνάμεων.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
η εξασθενίζω
εξάντληση, αδυνάτισμα, κατάπτωση, έλλειψη δυνάμεων.