αμμουδιά

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

η αμμούδα
1. αμμώδης παραλία, γιαλός (σε αντίθεση προς το άμμουδα)
2. έκταση γης εξ ολοκλήρου ή πολύ αμμώδης και επομένως άγονη.