αμφίπλευρος
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίπλευρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις
αρχ.
(για θύρα) αυτή που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -πλευρος < πλευρά.