αμύητος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμύητος, -ον)
ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος
αρχ.
1. (στον Πλάτ.) αυτός που παρουσιάζει διαρροή, ο μη στεγανός
2. (στους εκκλ. συγγραφείς) αυτός που αποδέχθηκε το δόγμα, αλλά δεν βαφτίστηκε ακόμη, ο κατηχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μυῶ.
ΠΑΡ. αμυησία].