διαρροή
English (LSJ)
ἡ,
A channel, pipe, πνεύματος διαρροαί the wind-pipe, E.Hec. 567; of a stream, αἱ δ. τοῦ Ῥειτοῦ SIG86.15 (Eleusis, v B. C.).
II flowing through, ἡ ἄνω τε καὶ κάτω τοῦ ὠκεανοῦ διαρροή, ebb and flow, D.C.39.41.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1cauce, corriente de un río τὰς διαρροὰς τō Ρρε[τ]ō IG 13.79.15 (V a.C.).
2 anat. conducto τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαρροάς E.Hec.567, οἶνος περάσας πλευμόνων διαρροάς E.Fr.983.
II flujo y reflujo πρὸς τὴν ἄνω τε καὶ κάτω αὐτοῦ (del océano) διαρροήν D.C.39.41.1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
passage pour l'écoulement, conduit (de l'air).
Étymologie: διαρρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρροή -ῆς, ἡ [διαρρέω] kanaal.
German (Pape)
ἡ, der Durchfluß, πνεύματος διαρροὰς τέμνει, der Durchgang des Atems, Luftröhre, Eur. Hec. 567; ἡ ἄνω καὶ κάτω δ. τοῦ ὠκεανοῦ, Ebbe und Flut, DC. 39.41.
Russian (Dvoretsky)
διαρροή: ἡ проток, канал: πνεύματος διαρροαι Eur. дыхательное горло.
Greek (Liddell-Scott)
διαρροή: ἡ, ἀγωγός, σωλήν, δι’ οὗ τι ῥέει, πνεύματος διαρροαί, ἡ τραχεῖα ἀρτηρία, Εὐρ. Ἑκ. 567. ΙΙ. ἡ διὰ μέσου ῥοή, ἡ ἄνω τε καὶ κάτω τοῦ ὠκεανοῦ διαρροή, ἡ ἄμπωτις καὶ πλήμμυρα, Δίων Κ. 39. 41·― πρβλ. διάρροια.
Greek Monolingual
η
1. το να διαρρέει κάτι
2. εκροή, ροή μέσα από κάτι ή έξω από κάτι, διαφυγή, απώλεια (υγρού ή αερίου)
3. χύσιμο
4. διαφυγή, διασκορπισμός (στρατεύματος, χρημάτων, οπαδών κ.λπ.)
αρχ.
αγωγός, σωλήνας.
Greek Monotonic
διαρροή: ἡ (διαρρέω), αυτό δια μέσου του οποίου κάτι ρέει, σωλήνας, αγωγός· πνεύματος διαρροαί, τραχεία, αναπνευστικός σωλήνας, σε Ευρ.
Middle Liddell
διαρροή, ἡ, n διαρρέω
that through which something flows, a pipe, πνεύματος διαρροαί the wind- pipe, Eur.