ανάβαση
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
Greek Monolingual
η (Α ἀνάβασις)
1. ανέβασμα, άνοδος, ανύψωση
2. αναρρίχηση, σκαρφάλωμα, ορειβασία
αρχ.
1. τρόπος αναβάσεως, αναρριχήσεως
2. εκστρατεία από την παραλία στην ενδοχώρα
3. ανύψωση της στάθμης του νερού, πλημμύρα
4. (για δέντρα) το να βγάζουν φύλλα
5. σκαλιά, σκάλα
6. ανηφορικός δρόμος
7. (περιλπτ. στη φρ.) «πᾶσα ἄμβασις (= ἀνάβασις)», όλοι οι ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαίνω.
ΠΑΡ. μσν. ἀναβάσιον νεοελλ. αναβάσιμος].