ορειβασία

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀρειβασία) / ορειβάτης]
νεοελλ.
η ανάβαση στα όρη, ιδίως ως άθλημα, αλπινισμός
αρχ.
η περιπλάνηση στα όρη, το βάδισμα στα όρη.