ανάκατος

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ανακατωμένος, ανάμικτος
2. αυτός που βρίσκεται σε αταξία, ανάστατος, αυτός που είναι άνω κάτω, ακατάστατος
3. αυτός που αποτελείται από ανόμοια πράγματα, συγκεχυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακάτος < ἀνώκατος με συνεκφορά τών επιρρ. της φρ. ἄνω κάτω.
ΠΑΡ. ανακατεύω, ανακατώνω].