ανάπλασμα

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

το (Α ἀνάπλασμα)
πλάσμα, γέννημα της φαντασίας
αρχ.
1. αυτό που προήλθε από ανάπλαση, από ανασχηματισμό
2. αυτό που αναπαραστάθηκε πλαστά ή κατά μίμηση, αναπαράσταση, απομίμηση
3. αυτό που χρησιμεύει ως πρότυπο για ανάπλαση.