τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
-η, -ο (Α ἀνάστροφος, -ον) αναστρέφω
1. αντίστροφος, ανάποδος, αντίξοος
2. επίρρ. ανάστροφα
αντίστροφα, ανάποδα, παρά προσδοκία
3. το θηλ. ως ουσ. η ανάστροφη
ράπισμα με τη ράχη του χεριού, μπάτσος.