αναγνώριση

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναγνώρισις) ἀναγνωρίζω
η επαναφορά στη μνήμη προσώπων, πραγμάτων ή παραστάσεων μετά από νέα επαφή με αυτά
νεοελλ.
1. παραδοχή, αποδοχή, ομολογία, επιβεβαίωση
2. αποδοχή του κύρους κάποιου
3. (ως στρ. όρος) εξερεύνηση περιοχής, κατόπτευση
αρχ.
(στην τραγωδία) αποκάλυψη της πραγματικής και μη φανερής σχέσης δύο προσώπων, η οποία οδηγεί στη λύση του δράματος.