Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναδημιουργώ

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

(-έω) (Μ ἀναδημιουργῶ)
δημιουργώ εκ νέου, κατασκευάζω κάτι από την αρχή, ξαναφτιάχνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δημιουργῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδημιουργία].