αναδοχή
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
η (Α ἀναδοχή) ἀναδέχομαι
1. αποδοχή υποχρεώσεων ή ευθύνης, παραδοχή, αναγνώριση
2. ανάληψη υποχρεώσεων
3. εγγύηση, ασφάλεια
αρχ.
σειρά, διαδοχή.