αναζωογόνος

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

-ο
ο αναζωογονητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ζωογόνος.
ΠΑΡ. αναζωογονώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ, όπου χρησιμοποιείται ως επίθετο των λέξεων επίδρασις και ψεκάδες].