ανακάτωτος
From LSJ
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάδευση, ανακίνηση, ανατάραξη
2. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάμιξη, αμιγής, ανόθευτος
3. αυτός που δεν αναμίχθηκε σε ξένη υπόθεση, αμέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατωτός < ανακατώνω. Η σημ. της αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].