ανακατάληψη

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

η
η εκ νέου κατάληψη, κυρίευση μιας θέσης που τήν κατείχα και προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαταλαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα «Εφημερίς»].