ανακραξιά

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

και ανάκραξη, η ανακράζω
κραυγή, ξεφωνητό.