τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
(Α ἀνακτίζω)1. χτίζω εκ νέου, ξαναχτίζω2. αναδημιουργώ, επαναφέρω στη ζωή, αναγεννώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κτίζω.ΠΑΡ. ἀνάκτισις (-η)μσν.ἀνακτιστής].