ἀνάκτισις
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
-εως, ἡ, rebuilding, J.AJ15.11.6.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 reconstrucción κατευφημοῦντες τὴν ἀνάκτισιν (τοῦ ναοῦ) I.AI 15.421.
2 recreación περὶ τῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως, καὶ ἀνακτίσεως τῆς κατὰ συνάφειαν Θεοῦ Euthal.Epp.Paul.M.85.768C, μετατυπωθῆναι ... κατὰ τὴν ἐκ τῆς διαθήκης ἀνάκτισιν τε καὶ ἀνανέωσιν Clem.Al.Strom.4.23.149.
German (Pape)
[Seite 194] ἡ, das Wiederaufbauen, Neuschaffen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκτῐσις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, ἀνανέωσις, ἀναγέννησις, Κλήμ. Ἀλ. 632.