πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
ο (Α ἀναλωτής)
αυτός που δαπανά, που ξοδεύει, που καταναλίσκει
νεοελλ.
αγοραστής, καταναλωτής, πελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω.
ΠΑΡ. αναλωτικός].