αναλωτής
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
ο (Α ἀναλωτής)
αυτός που δαπανά, που ξοδεύει, που καταναλίσκει
νεοελλ.
αγοραστής, καταναλωτής, πελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω.
ΠΑΡ. αναλωτικός].