αναμάσημα

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

και αναμάσισμα, το
1. ξαναμάσημα της τροφής, αναμάσηση, μηρυκασμός
2. ασαφής λόγος ή έκφραση γεμάτη υπεκφυγές
3. (κυρίως στον πληθ.) τα αναμασήματα
συνεχής επανάληψη τών ίδιων λόγων.