Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναμόχλευση

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

η (Μ ἀναμόχλευσις) ἀναμοχλεύω
1. νεοελλ. μετακίνηση αντικειμένου με μοχλό, ανασήκωμα, μετατόπιση
2. ανακίνηση λησμονημένου ζητήματος, έξαψη, αναζωπύρωση
μσν.
διατάραξη, ανατροπή.