αναπλάστης

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -στρια)
αυτός που επιφέρει ανάπλαση, αναμόρφωση, βελτίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλάσσω. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].