αναπόφευκτος

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αποφεύγω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποφύγει, αναπότρεπτος.