αναρμοστώ
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
ἀναρμοστῶ (-έω) (Α) ανάρμοστος
1. είμαι ανάρμοστος, ασύμφωνος, δεν ταιριάζω
2. (για μουσικά όργανα) είμαι ακούρδιστος, κάνω παραφωνίες.