αναφαλαντίας
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
Greek Monolingual
ἀναφαλαντίας, ο (Α)
αυτός που αρχίζουν να του πέφτουν τα μαλλιά, να γίνεται φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + φαλαντίας < φάλανθος «φαλακρός»].